εὐέλπιδες

εὐέλπιδες
εὔελπις
hopeful
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εύελπης — ο πληθ. ευέλπιδες, ίδων 1. μαθητής της στρατιωτικής σχολής που ετοιμάζει αξιωματικούς του στρατού ξηράς. 2. αυτός που δίνει καλές ελπίδες: Ευέλπιδες νέοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εύελπις — ιδος, ι (ΑΜ εὔελπις, ι) 1. αυτός που ελπίζει σε κάτι («ευέλπιδα όνειρα», Παπαδ.) 2. αυτός που παρέχει αγαθές ελπίδες, αυτός που υπόσχεται πολλά καλά («λαλιά τις εὔελπις» λαλιά παρηγορήτρα, Πολ.) νεοελλ. (το αρσ. στον εν. και πληθ.) ο εύελπις και… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”